Εισαγωγή: Ο Παύλος Μεθενίτης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 10 Ιανουαρίου 2021 στην «Εφημερίδα των Συντακτών».
[§1] «Για να αντέξουν γλωσσικά και να μην αλλοιωθούν οι μικρές (δηλαδή οι ολιγότερο ομιλούμενες) γλώσσες χρειάζονται μεγάλες αντοχές», είχε δηλώσει πρόσφατα ο Γιώργος Μπαμπινιώτης. Ο καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών έχει δίκιο. […] Έτσι είναι. Η γλώσσα πρέπει να προστατεύεται, ίσως όπως ένα (αιώνιο) παιδί, αλλά δεν πρέπει να καταπιέζεται, να ασφυκτιά από τη στοργή μας.
[§2] Η γλώσσα εμπεριέχει κωδικοποιημένη την Ιστορία των ανθρώπων που τη μιλούν. Τις περιπλανήσεις τους, αθέλητες ή ηθελημένες, τις περιπέτειές τους, τα κέρδη και τις χασούρες τους από αυτές, ακόμα και τα πάθη τους, τα όνειρα και τους φόβους τους κι εντέλει τα προϊόντα της ώσμωσης που είχαν στην ιστορική τους πορεία με τους άλλους λαούς, με τους οποίους ήρθαν σε επαφή —αυτό το υπέροχο «δούναι και λαβείν» των ιδεών και των λέξεων. Αλίμονο στη «φυλετικώς καθαρή» γλώσσα, που ποτέ δεν πλουτίστηκε με μια ξένη λέξη, μια ξένη σκέψη. Αλίμονο επίσης στη γλώσσα που ομοιογενοποιήθηκε με εκατό άλλες και κατάντησε να μεταβληθεί σε έναν λεκτικό και νοηματικό χυλό, κάτι σαν μια άχρωμη, άοσμη και άγευστη πολτώδη εσπεράντο, που είναι όλες οι γλώσσες μαζί και καμία ξεχωριστά.
[§3] Τα ελληνικά, πάντως, μάλλον δεν κινδυνεύουν, δεν εμπίπτουν σε καμία από τις δύο αυτές κατηγορίες, έχοντας αποδείξει την αντοχή τους στον χρόνο -εδώ και χιλιάδες χρόνια ονομάζουμε την αγάπη και τη θάλασσα όπως τις έλεγε ο Όμηρος. […] Είναι φυσικό η σύγχρονη δυτική ιατρική ορολογία, για παράδειγμα, να έχει ένα σωρό ελληνικές λέξεις, εφόσον οι βάσεις της τέθηκαν στην αρχαία Ελλάδα. […] Αντίστοιχα, είναι απολύτως φυσικό να έχουμε εντάξει στην καθομιλουμένη, αλλά και τη γραπτή ελληνική, ένα μεγάλο μέρος της ορολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών ας πούμε, μιας και αυτή η επιστήμη αναπτύχθηκε αρχικά στην Αμερική και την Ευρώπη στην αγγλική γλώσσα.
[§4] Είναι αρχοντοχωριατισμός, κατά τη γνώμη μου, στείρος γλωσσαμυντορισμός, να μεταφράζουμε στα ελληνικά κάποιους όρους της βιομηχανίας ήχου και εικόνας, ας πούμε, των τηλεπικοινωνιών ή της πληροφορικής, δημιουργώντας σε πολλές περιπτώσεις φαιδρά γλωσσικά υβρίδια, που δεν στέκουν αφ’ εαυτών, δε λειτουργούν. […] Όσο απωθητικό μου φαίνεται, όσο βλαχομπαρόκ, να χρησιμοποιεί κάποιος μόνο ξένους όρους στην ομιλία του, εκτός από τους συνδέσμους και τις προθέσεις (!), όταν υπάρχουν δόκιμες ελληνικές λέξεις για να εκφράσουν τις σκέψεις του, για να δείξει ότι έχει περπατήσει και παραέξω, ότι είναι άνθρωπος του κόσμου, άλλο τόσο δυσκοίλιο, στεγνό, φοβικό και γεροντοκορίστικο είναι να ψάχνεις με τον μεγεθυντικό φακό για να βρεις, ή να επινοήσεις, μια ελληνική λέξη ή έκφραση, που συχνά αποδεικνύεται ανακριβής, ασαφής, σόλοικη ή φλύαρη, για να πεις κάτι που ήδη έχει ενταχθεί, καλώς ή κακώς, στα ελληνικά.
[§5] Μιλώ για τους γλωσσαμύντορες που θα πουν το ρεζερβουάρ «αποθήκη αυτοκινήτου για βενζίνη», το γκαζόν «χαμηλή χλόη», το μπάντμιντον «αντιπτέριση», το σάντουιτς «αμφίψωμο», το τάμπλετ «υπολογιστικό τραπεζίδιο», το πορτμπαγκάζ «ειδικό χώρο στο αυτοκίνητο για αποθήκευση αποσκευών», το κρουασάν «ημισεληνοειδές αρτοσκεύασμα», το λίφτινγκ «ανύψωση», το τιρμπουσόν «εκπώμαστρο», το τάπερ «κλειδοπίνακο», τη φλάντζα «ελαστικό παρέμβυσμα», το ρουλεμάν «ένσφαιρο τριβέα», την πετσέτα «προσόψιο» και το πουλόβερ χωρίς μανίκια «κολόβιο», όπως έλεγαν οι λοχίες στον στρατό, κι εμείς γελάγαμε κρυφά.
[§6] Οπότε πώς αποδίδει κανείς την ορολογία της καραντίνας, που ήταν η αφορμή για να τοποθετηθεί δημοσίως ο κ. Μπαμπινιώτης; Εγώ να συμφωνήσω: να λέμε το click away «παράδοση/παραλαβή εκτός», τον κούριερ «ταχυδιανομέα», το lockdown «απαγόρευση», το take away «για το σπίτι», το delivery «τροφοδιανομή» ή «τροφοπαράδοση» ή «παράδοση κατ’ οίκον» και το social distancing «κοινωνική αποστασιοποίηση». Ωστόσο, ως παλιός κούριερ, να πω πως ποτέ δε σκέφτηκα τον εαυτό μου ως «ταχυδιανομέα» —ποτέ.
[§7] Οι γλώσσες είναι ζωντανοί νοητικοί οργανισμοί που εξελίσσονται. Όπως οι βιολογικοί οργανισμοί, για τους οποίους ισχύει το «ό,τι δεν αλλάζει, πεθαίνει», έτσι και οι γλώσσες ζουν και διαρκούν στον χρόνο όχι μόνο σαν εργαλεία επικοινωνίας, αλλά κυρίως σαν συστήματα οργάνωσης της σκέψης μας για να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τον εαυτό μας, ώστε να κάνουμε τον βίο μας βιώσιμο. Αν δώσουμε υπερβολική σημασία στο γεγονός ότι κακώς ονομάζουμε «παπούτσια» τα υποδήματά μας, επειδή η ρίζα της λέξης είναι τουρκική (papuc), εάν ασχοληθούμε υπερβολικά με την ονομασία των αντικειμένων που φοράμε στα πόδια μας, το πιο πιθανό είναι ότι δε θα δούμε πού πατάμε και θα σκοντάψουμε, με κίνδυνο να φάμε τα μούτρα μας, που λένε.